- θαμνωδέστερον
- θαμνώδηςadverbial compθαμνώδηςmasc acc comp sgθαμνώδηςneut nom/voc/acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πόλιον — τὸ, Α 1. είδος ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού 2. το φυτό έρπυλλος 3. φρ. «πόλιον θαμνωδέστερον» το φυτό τεύκριον το κρητικόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. πολιός, με αναβιβασμό τόνου. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού… … Dictionary of Greek